- εγχώριος
- -α, -ο (AM ἐγχώριος, -ον)1. (για προϊόντα) αυτός που παράγεται στη χώρα, εντόπιος2. ως ουσ. μόνιμος κάτοικος ενός τόπουαρχ.1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τη χώρα («ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί», Πίνδ.)2. τοπικός3. αγροτικός4. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐγχώριονκατά τη συνήθεια τών ντόπιων5. (κατά τον Ησύχ.) «τόκος, δάνειον».
Dictionary of Greek. 2013.